1.8.11

πολύ αργά ......


Ανέβαινε αργά, με κουρασμένα βήματα τον λόφο,
έχοντας τον ήλιο στην πλάτη της
να χρυσώνει με τις τελευταίες αναλαμπές της μέρας τον δρόμο της.
Τα σύννεφα έπαιρναν ήδη τα τελευταία τους χρώματα,
λίγο από ρόδινο, λίγο από μοβ, λίγο από γκριζολευκο,
ο αέρας τα ξέφτιζε και τα έσπρωχνε να φύγουν προς το βάθος του ορίζοντα,
εκεί που η άκρια της θάλασσας συναντά το γαλάζιο τ’ ουρανού
και μαζί καταπίνουν τον δίσκο του ήλιου για να γεννήσουν την νύχτα
σε έναν αέναο κύκλο, κάθε μέρα, κάθε νύχτα,
για τόσα χρόνια που δεν μπορεί να συλλάβει τ΄ ανθρώπου ο νους.


Σταμάτησε να πάρει ανάσα, είχε λαχανιάσει από την προσπάθεια,
τα γόνατα της έτρεμαν, ήθελε να γείρει το λεπτό κορμί της εκεί,
πάνω στις πέτρες μα αν σταματούσε ήξερε πως δεν θα χε το κουράγιο
μετά να συνεχίσει, να τελειώσει αυτό που άρχισε.
Έσφιξε στην χούφτα της το τσαλακωμένο γράμμα,
το έφερε κοντά στο πρόσωπο της και το μύρισε,
εκείνος ήταν εκεί μέσα, η μυρωδιά του
και ας μην μύριζε τίποτα αυτό το ξερό πολυκαιρισμένο χαρτί,
τα δικά του γράμματα χόρευαν μπροστά στα θολωμένα μάτια της………


____Αγάπη μου
μη κλάψεις καρδούλα μου , γρήγορα θα γυρίσω να σε πάρω μαζί μου,
να ξαναφύγουμε μαζί, αφού το ξέρεις πως ζωή δεν έχουμε σε αυτόν τον τόπο,
περίμενέ με αγάπη μου, εγώ σε παίρνω τώρα μαζί μου, σε έχω στην βαθιά
στην καρδιά μου , πολύτιμο φυλαχτό μου, δικιά μου αγαπημένη μου,
έχω τα μάτια σου, την αγκαλιά σου, την γλυκιά σου την φωνή να μου λέει
σ΄ αγαπώ…
θα γυρίσω καρδιά μου, θα περάσει γρήγορα ο καιρός να το δεις
και θα είμαστε για πάντα μαζί, να φτιάξουμε το σπιτικό μας,
να μεγαλώσουμε τα παιδάκια μας……
μη κλάψεις καρδούλα μου, δυνατή σε θέλω τώρα,
να με περιμένεις.


Φίλησε το γράμμα και έβαλε σε αυτό το φιλί όλη την ραγισμένη καρδιά της,
όλη την λαχτάρα της για εκείνον που δεν γύρισε ποτέ και ας της το ΄χε ταμένο
και ας μαράζωσε να τον περιμένει χρόνια ατελείωτα.


Έφτασε αγκομαχώντας στην κορφή του βράχου και αγνάντεψε το πέλαγος.
Εκεί ψηλά έδωσαν το πρώτο τους φιλί,
εκεί της ορκίστηκε πως για πάντα θα ήτανε δικός της . 
Έλυσε τα μαλλιά της και ο αέρας τα πήρε ,
λευκά μπαμπάκια και τα σβούριξε γύρω από τον λαιμό της,
όρθωσε το κορμί της , σα να ξανάγινε και πάλι είκοσι χρονών
και εκεί άνοιξε την παλάμη της ........
πέταξε το γράμμα που φύλαγε τόσους χρόνους
να πέσει στα βράχια κάτω στα πόδια της.
Παρακολούθησε την πορεία του με μάτια στεγνά από δάκρυα πια,
να κυλάει , να ξανεμίζεται, να φτάνει σαν φτερό
κάτω χαμηλά στα κύματα που χτύπαγαν τα βράχια
και να χάνεται στους λευκούς αφρούς.


___  Γυρίζει Λένη, γυρίζει ο Κωνσταντής,
μεγάλος και τρανός ξανάρχεται στο νησί μας,
έφτασε στον Πειραιά, αύριο θα είναι και πάλι εδώ,
για σένα ρώταγε καημένη Λένη, τι κάνεις, να σε δει θέλει.


Όρμησαν οι θύμησες,
Ο Κωνσταντής, οι ματιές, τα σκιρτήματα,
η αγκαλιά του, τα φιλιά του, η αγάπη τους, το φευγιό του.
Και τώρα γύριζε ξανά, μετά από σαράνταπεντε  χρόνια ,
χωρίς ένα γράμμα, χωρίς  τίποτα από δαύτον
που τον περίμενε όπως η πιστή Πηνελόπη τον Οδυσσέα της,
γύριζε πλούσιος, αυτά βλέπεις μαθαίνονται  γρήγορα, 
γύριζε και ήθελε να την δει!!


___Όχι βρε Κωνσταντή πείσμωσε  εκείνη
Δεν θα με δεις πια, όσο σε περίμενα δεν με σκέφτηκες
να μου στείλεις δυο λόγια,
όχι να ΄ρθεις  να με πάρεις όπως μου ΄ταξες,
αλλά δυο λόγια παρηγοριάς, δεν ήθελα εγώ τα πλούτη σου,
τι να τα κάνω τα λεφτά σου ?
να γεμίσω το σπίτι μας παιδιά και εγγόνια με δαύτα?
Να αγοράσω τα νιάτα μας?
Κράτα τα Κωνσταντή και να σαι καλά,
Ζήσε με αυτά που κέρδισες
Αυτά που κουράστηκες να κερδίσεις
Δικά σου είναι, γι αυτά με πούλησες
Άντε στο καλό σου Κωνσταντή.


Γύρισε και σαν θαλασσοπούλι γοργά  κατέβηκε από τον βράχο
πίσω στο χωριό, μπήκε στην αυλή της και έκλεισε ξωπίσω της
την αυλόπορτα, την διπλοκλείδωσε.


Δεν άνοιξε την πόρτα της όταν έφτασε εκείνος στο λιμάνι,
δεν καταδέχτηκε να κατέβει με το πλήθος να σταθεί να τον υποδεχτεί,
ούτε σαν έφτασε την ίδια μέρα στο σοκάκι της και της χτύπησε την πόρτα του άνοιξε,
δεν καταδέχτηκε ούτε ένα ΄΄ φύγε ΄΄ να του πει για να μην ακούσει την φωνή της.


Μια βδομάδα ξεροστάλιαζε έξω από την αυλή της,
την παρακάλαγε άλλοτε με φωνή κομμένη από τους λυγμούς,
άλλοτε διατάζοντας,
άλλοτε βροντοχτύποντας και απειλώντας να ρίξει την αυλόπορτα,
μα εκείνη ούτε που έβγαινε να δει τι γίνεται,
μόνο άκουγε πίσω από τις κλειστές κουρτίνες.


Εκείνος έφυγε ξανά, κατάλαβε .


Πήρε το καράβι και χάθηκε και πάλι από εκεί που ήρθε.


Ξαναβγήκε εκείνη στην αυλή της,
περιποιήθηκε τα λουλούδια της,
χαιρέτησε τις γειτόνισσες και έφτιαξε τον καφέ της
να τον πιει κάτω από την κληματαριά.


_____Άρε καημένε Κωνσταντή,
ούτε την αυλόπορτα δεν ήσουν άξιος να σπάσεις……
μουρμούρισε και ρούφηξε μια γουλιά καφέ.

Levina

 

.

Η ΠΟΡΤΑ

Αγαπημένοι μου φίλοι επιστρέφω για να κλείσω μια πόρτα. Σε όλους εσάς που γεμίσατε την ζωή μου με φως, με γέλιο με  συγκίνηση, ...