21.3.12

Ο τρόμος παραφυλάει στο σκοτάδι "2ο μέρος"



Πόσες μέρες πέρασαν μέσα σε αυτόν τον λήθαργο , να ξυπνά και να κοιμάται  χωρίς να καταλαβαίνει  τι γινόταν γύρω του,, χωρίς  ούτε να αναρωτιέται πια αν ήταν μέρα ή νύχτα?
Όμως αυτή την φορά που  άνοιξε τα μάτια του  ήταν σίγουρος πως ήταν πρωί. Άκουγε  ήχους πουλιών  έξω και ένοιωθε πιεστική την ανάγκη να σηκωθεί να περπατήσει , να βγει έξω στον καθαρό αέρα, να δει  το μέρος που βρισκόταν. Ξεχασμένος πήγε να τεντωθεί αλλά ο πόνος από τις πληγές του χίμηξε έντονος  στην  άστοχη κίνηση και του έκοψε την φόρα,  κατάλαβε πως δεν θα ήταν και τόσο εύκολο να κάνει οτιδήποτε . Μπορούσε  τουλάχιστον  να περπατάει!  θα το δοκίμαζε και θα  ζητούσε  από την γυναίκα να τον βοηθήσει λίγο στην αρχή  και μετά όταν σηκωνόταν θα μπορούσε να ειδοποιήσει  να έρθουν να τον πάρουν … αρκετά κάθισε  εκεί μέσα!
Έσκυψε να δει  αν εκείνη κοιμόταν ακόμα.
Τα σκεπάσματα  είχαν τραβηχτεί, εκείνη  ήταν ανάσκελα με ένα ελαφρό γουργουρητό να βγαίνει από το μισάνοιχτο στόμα της, τα μαλλιά της απλωμένα , ξεχτένιστα έπεφταν τούφες στο πρόσωπο της , λερωμένα με ξερά φύλλα και κλαράκια και το σώμα της γυάλιζε στο μισοσκόταδο … σα να μην είχε δει γυναίκα ξανά.
Οι λευκοί ώμοι, η απαλές καμπύλες του στήθους, οι ρόδινες θηλές, τα χέρια  σαν φτερά  αφημένα στο πλάι της, απόλυτα ακίνητη και  με κάθε  δική της ανάσα να κόβεται η δική του. Οι σκέψεις του ξεστράτισαν και  το κορμί του ανταποκρίθηκε αμέσως σε αυτές 

Ξαφνικά  ένοιωσε  άσχημα  που την κοιτούσε  έτσι  ξεδιάντροπα σα να ήταν  κανένας  άξεστος,  εκείνη ήταν στο πλάι του όλο αυτό τον καιρό να τον φροντίζει  και  ο ίδιος  την παρακολουθούσε παραδομένη στον ύπνο της με σκέψεις που τον έκαναν να ντρέπεται.
Έπρεπε όμως να σηκωθεί , δεν μπορούσε να το αναβάλει άλλο και όχι μόνο αυτό, έπρεπε να βρει και τα ρούχα του, κάπου θα τα είχε βάλει η γυναίκα. Όσο  ήταν  ξαπλωμένος μέσα στις γούνες που τον διατηρούσαν ζεστό  ένοιωθε όμορφα , αλλά τώρα πια  κρύωνε πολύ. Προσπάθησε να ανασηκώσει το κορμί του και παρ όλο τον πόνο  δεν άφησε να του φύγει κανένα βογκητό για να μη την ξυπνήσει, κατάφερε και να κατεβάσει τα πόδια του αλλά τότε χίμηξε ορμητικό το αίμα στις φλέβες του, είχε τόσο καιρό να σηκωθεί όρθιος,  λύγισαν τα γόνατα του, δεν τον κρατούσαν ….

Η γυναίκα άνοιξε τα μάτια της και  με θολό βλέμμα από τον ύπνο έμοιαζε  ξαφνιασμένη να προσπαθεί να  καταλάβει  τι ήταν αυτό που την ξύπνησε , αλλά την επόμενη στιγμή  φοβισμένη από τον άντρα που στεκόταν σχεδόν επάνω της, άφησε ένα ουρλιαχτό και πετάχτηκε όρθια  και έτρεξε στην άλλη άκρη προσπαθώντας να καλύψει την γύμνια της ! Δεν είχε μάθει να ξυπνά και να υπάρχει κάποιος εκεί μαζί της, ακόμα και την παρουσία του την είχε συνηθίσει  σαν  ενός αρρώστου που είχε ανάγκη την φροντίδα της, ξαπλωμένου στα στρωσίδια της , ανήμπορου και όχι  σαν έναν άντρα που μπορούσε να σταθεί στα πόδια του, να την πλησιάσει.
Άρπαξε τα ρούχα της και τα φόρεσε βιαστικά , ενώ εκείνος προσπαθούσε να μη την κοιτά για να την αφήσει να ηρεμήσει.
«  Συγνώμη, δεν ήθελα να σε τρομάξω, να βγω έξω θέλω, σε παρακαλώ αν μπορείς να με βοηθήσεις ? »
Μα τι ανόητη που είμαι σκέφτηκε εκείνη,  τι εντύπωση θα του έδωσα έτσι όπως πετάχτηκα! Πάλι καλά που δεν …  μια σκέψη πέρασε από το μυαλό της που βιάστηκε να την διώξει μακριά κουνώντας το κεφάλι της.
«  Θα  σου  δώσω το πρωινό σου  και   μετά πρέπει  να δω τις πληγές σου .» Του απάντησε σιγανά …
«  Και μετά θα με βοηθήσεις να βγω λίγο έξω.» της θύμισε.
«  Ναι , μετά θα σε βοηθήσω να κάνεις ότι θέλεις»  του υποσχέθηκε
και του χαμογέλασε, για να του δείξει πως ότι και να την είχε ταράξει , είχε πια περάσει.

Πήγε στην εστία και σε λίγο έφερε  ένα καλάθι γεμάτο με ένα είδος ψωμιού  και δυο φλιτζάνια γεμάτα αχνιστό … γάλα!!!  Κάθισε μαζί του και έτρωγαν αμίλητοι , εκείνος λίγο αμήχανος, εκείνη προσηλωμένη στο φαγητό της.
«  Χρειάζομαι ρούχα μάλλον»  της είπε όταν τελείωσαν και  η γυναίκα  έτρεξε στην άκρη που είχε  το ταλαιπωρημένο μπαούλο της και έβγαλε από μέσα  μερικά ρούχα. Μόνο που αυτά δεν ήταν τα δικά του.
«  θα προτιμούσα τα ρούχα μου , δεν θέλω να σου τα λερώσω αυτά »   επέμενε ο άντρας και τότε εκείνη του έφερε  από  την άκρη που φύλαγε το απόθεμα των ξύλων της  ένα μπόγο και τον άνοιξε μπροστά του.
Χλόμιασε εκείνος  όταν είδε  τι του έδειχνε. Όποιος έβλεπε αυτά τα κουρελιασμένα ποτισμένα στο αίμα ρούχα δεν θα πίστευε πως ο άνθρωπος  που τα φορούσε ήταν ακόμα ζωντανός !  Τα περιεργάστηκε για λίγες στιγμές προσπαθώντας να συλλάβει το μέγεθος  της  επίθεσης  που  είχε υποστεί  και μετά   χωρίς να μιλήσει  πήρε τα καθαρά  ρούχα  και τα φόρεσε.
Το παντελόνι του ερχόταν αρκετά καλά, του έδωσε ένα κομμάτι σπάγκο να το δέσει γύρω από την μέση του και το μακρύ πουκάμισο,  αν και ο ίδιος ήταν αρκετά μεγαλόσωμος,  του ήταν τουλάχιστον δυο νούμερα μεγαλύτερο.  Καλύτερα γιατί  τίποτα δεν θα άντεχε να αγγίζει τις πληγές του, ούτε καν αυτά τα υφάσματα. Ήθελε να την ρωτήσει που τα βρήκα αυτά τα ρούχα αφού δεν έμενε κανένας άντρας  μαζί της,  αλλά μετά σκέφτηκε πως κάτι τέτοιο θα ήταν αδιακρισία από μέρους του , ίσως ήταν κάποιος που έφυγε  και να μην ήθελε η ίδια να συζητήσει γι αυτόν.

Τον βοήθησε να φορέσει τις μπότες του, τις είχε καθαρίσει  και τις είχε γυαλίσει  με λίπος . Αν  και είχαν αρκετές βαθιές γρατσουνιές επάνω τους και φαινόταν αρκετά ταλαιπωρημένες  μπορούσε να δει το πρόσωπο του στο καθρέφτισμα τους.  Τελευταίο άφησε το πανωφόρι, ένα κομμάτι μονοκόμματο δέρμα  με  μαύρη γούνα, τόσο μαλακό και ζεστό που το έδεσε με ένα κορδόνι στην μέση του  όπως φορούσε το δικό της.
Ήταν τόση η χαρά και  η ανυπομονησία  του που θα έβγαινε ώστε σχεδόν της θύμωσε που καθυστερούσε μαζεύοντας από κάτω τα στρωσίδια της και έριχνε ξύλα στην φωτιά για να την κρατήσει αναμμένη μέχρι να ξαναμπούν μέσα.
Τον βοήθησε να σηκωθεί και μόνο τότε εκείνος διαπίστωσε πως ήταν μια μικροκαμωμένη γυναίκα, αλλά απίστευτα δυνατή αφού μπορούσε να κρατά το βάρος του. Στην αρχή ακούμπησε διστακτικά επάνω της για να μη την κουράσει αλλά μετά από δυο βήματα κατάλαβε πως δεν θα τα κατάφερνε και έτσι έριξε πάνω στους ώμους της το βάρος του και εκείνη δεν έδειξε να νοιάζεται , τον κρατούσε άνετα και το κάθε επόμενο βήμα τους έφερνε στην έξοδο.
 
Δάσος.
Αυτό μόνο  είδε γύρω του όταν βγήκαν. Ένας κάθετος βράχος που έφτανε ψηλά επάνω στα κεφάλια τους  και μετά κατηφόριζε απότομα προς τα ανατολικά αυτό ήταν το καταφύγιο τους. Εκεί στην βάση του βράχου   κάποιοι  ξυλοκόποι είχαν χτίσει αυτή την ξύλινη  καλύβα, χρησιμοποιώντας για τέταρτο τοίχο τον ίδιο τον βράχο και  ακριβώς μπροστά από αυτό το κατασκεύασμα που χρησιμοποιούσε για κατοικία της η γυναίκα  υπήρχε ένα μικρό ξέφωτο και από εκεί και πέρα  άρχιζαν τα δέντρα του δάσους.
Παρατηρούσε με περιέργεια γύρω του να βρει κάποιο σημάδι πολιτισμού  μα ούτε  δρόμος που να δείχνει πως κάποτε είχε φτάσει αυτοκίνητο μέχρι εκεί, ούτε καν δρομάκι , μόνο πανύψηλα  δέντρα γύρω τους, ένα τεράστιο πυκνό  δάσος  που έσφυζε από ζωή μέσα στο ηλιόλουστο ζεστό χειμωνιάτικο πρωινό. Εκείνη τον οδήγησε σε ένα μικρό βράχο και τον βοήθησε να καθίσει  κάτω από τον ήλιο.
«  Πόσο καιρό μένεις εδώ ?»  την ρώτησε και εκείνη γύρισε και τον κοίταξε. Όταν τον κοίταζε έτσι  ξεχνούσε τι άλλο θα ήθελε να την ρωτήσει!
«  Πάντα »  του απάντησε απλά, λες και ήταν κάτι φυσικό να ζει μια  γυναίκα ολομόναχη στην μέση του πουθενά.
«  Μα πως γίνεται αυτό? από κάπου θα είσαι, κάπου αλλού γεννήθηκες,  πως ζεις εδώ μόνη σου? Δεν φοβάσαι τις αρκούδες?»
Θα μπορούσε να ορκιστεί πως ήταν γέλιο αυτό που βγήκε από το λαρύγγι της, αλλά η φωνή της ήταν σοβαρή … σχεδόν… όταν του μίλησε.
« Δεν φοβάμαι, εδώ ζω από πάντα, το γνωρίζω καλά το δάσος και με γνωρίζει και αυτό! εξ άλλου εδώ δεν έχει αρκούδες!»
Μα τι έλεγε αυτή η γυναίκα? Και τι ήταν αυτό το πλάσμα που του επιτέθηκε και του ξέσκισε τις σάρκες?
« Φυσικά και  έχει, αρκούδα μου επιτέθηκε και όχι μια, δυο ήταν , τις είδα καθαρά,  δεν ξέρω γιατί τελικά δεν με σκότωσαν και με βρήκες εσύ, αλλά εγώ τις είδα !»
« Ή νόμισες πως τις είδες !»  ήταν η ιδέα του ή υπήρχε ειρωνεία στην φωνή της?
« Τι άλλο θα μπορούσε να είναι έξυπνη μου? »
Η γυναίκα  έμεινε αμίλητη , σκεφτική , σα να ζύγιζε μέσα της την απάντηση που θα του έδινε…
« Ίσως έχεις δίκιο, να ήταν αρκούδες ».  απάντησε τελικά με έναν αναστεναγμό , όμως εκείνος ήταν σίγουρος πως δεν το πίστευε αυτό που του είπε.

Είχε βυθιστεί και πάλι στην σιωπή της, ότι και αν είχε ακόμα να την ρωτήσει , εκείνη την στιγμή  κατάλαβε πως δεν ήταν ώρα να το κάνει, έδειχνε τόσο απρόθυμη να ανοίξει μια συζήτηση μαζί του.
Κάθισε πιο αναπαυτικά  και άφησε τον ήλιο να τον ζεστάνει και τα πουλιά να του τραγουδάνε κυλώντας ανάμεσα στα κλαριά των δέντρων, παίζοντας με τις αχτίνες που έπεφταν σαν χρυσά βέλη στην παγωμένη γη. Ψηλά στον ουρανό ένα γεράκι  είχε σταμπάρει την λεία του, έφερνε γύρες  σφυρίζοντας  καλώντας το ταίρι του και για λίγο τα είδε δυο μαζί να κάνουν βουτιές  κάτω από τα λιγοστά σύννεφα  μέχρι που το ένα  έφυγε με ταχύτητα αστραπής και χάθηκε σε κάποια άκρη του ουρανού.

Δεν ήταν η ιδέα του αλλά ξαφνικά  τα πουλιά είχαν σταματήσει να τραγουδάνε, απόλυτη σιωπή είχε απλωθεί  γύρω τους .  Κοίταξε την γυναίκα και την είδε να  σαρώνει με ανήσυχο  βλέμμα   τα σκιερά μέρη του δάσους, ήταν όρθια δίπλα του όμως  ξαφνικά  έμοιαζε να έχει κάτι ζωώδες επάνω της. Το κορμί της ήταν συσπειρωμένο , το πρόσωπο της τραβηγμένο από  ένταση, τα μάτια της ορθάνοιχτα , τα  ρουθούνια της  έμοιαζαν να οσμίζονται  τον αέρα γύρω τους και  ολότελα ακίνητη αφουγκραζόταν  να πιάσει τον παραμικρό ήχο   μέσα στην  απόλυτη σιωπή .  
Οι τρίχες στον σβέρκο του ορθώθηκαν από την ανησυχία, κάτι υπήρχε εκεί έξω, κάτι που έκανε τα πουλιά και τα ζώα του δάσους να εξαφανιστούν. Κίνδυνος.

Η γυναίκα τον άρπαξε βίαια από το χέρι, τον σήκωσε κάνοντάς του νόημα να μείνει σιωπηλός και  στηρίζοντας τον, σηκώνοντάς τον σχεδόν στον αέρα τον τράβηξε μέσα στην σπηλιά. Ένοιωθε την έντασή της, μύριζε σχεδόν  τον φόβο της  μέχρι να διασχίσουν αυτά τα δέκα μέτρα που τους χώριζαν από την είσοδο και μόνο όταν μπήκαν μέσα και εκείνη έκλεισε την πόρτα πίσω τους  και την σφράγισε με ένα μεγάλο δοκάρι την είδε να  ησυχάζει κάπως.
 Ώστε και αυτή φοβόταν εκεί έξω και προσπαθούσε να τον πείσει πως δεν υπήρχε τίποτα να φοβάται…
Όμως εκείνη δεν φοβόταν για τον εαυτό της, ήξερε πόσο αδύναμος ήταν,  αν δεχόταν επίθεση από αυτό που παραφύλαγε ανάμεσα στα δέντρα  δεν θα προλάβαινε να τον  πάει στην ασφάλεια της  καλύβας, δεν θα προλάβαινε να τον προστατέψει για μια ακόμα φορά, τα τραύματα του ακόμα ήταν  νωπά, θα τον έχανε. Έπρεπε  να  κάνει οτιδήποτε για να τον κρατήσει ζωντανό.

Ανήσυχη  έφερνε γύρες μέσα στον κλειστό χώρο, σαν λιοντάρι στο κλουβί πήγαινε από την μια γωνιά στην άλλη , οσμίζονταν τον αέρα για αρκετή ώρα, μέχρι  που την είδε να χαλαρώνει  κάπως , να σταματά τα άσκοπα  στριφογυρίσματα  και  να ξαναπαίρνει το συνηθισμένο απόμακρο ήρεμο ύφος της.
Τον βοήθησε να βγάλει το πανωφόρι και τις μπότες του και τον έβαλε να ξαπλώσει, ο ίδιος ένοιωθε αρκετά κουρασμένος μετά από τόσο καιρό που είχε να κουνηθεί , να κάνει έστω και λίγα βήματα και αυτή η μικρή ένταση τον είχε καταβάλει. Όταν του έφερε το τσάι με την ίδια φρουτώδη μυρωδιά κατάλαβε πως εκείνη  του έδινε και πάλι  κάποιο ηρεμιστικό για να χαλαρώσει και να κοιμηθεί. Σκέφτηκε  προς στιγμή να  μη το πιει, δεν του άρεσε που η γυναίκα ήθελε να  τον ξεφορτωθεί με αυτόν τον τρόπο , αλλά ο ώμος του πονούσε αρκετά, το ίδιο και το πόδι του , οπότε το ήπιε σχεδόν μονορούφι και  μισή ώρα αργότερα κοιμόταν βαθιά.

 
Στο όνειρο του είδε πως ήταν ξαπλωμένος σε ένα μαλακό κρεβάτι, ανάμεσα σε απαλά σεντόνια , σκεπασμένος με μαλακά παπλώματα, άπλωσε το χέρι του και αγκάλιασε κάτι ζεστό, όχι αυτό δεν ήταν ένα γυναικείο κορμί,  ένα τεράστιο  σκυλί ήταν με μακρύ μαύρο τρίχωμα, όμως  όχι ούτε σκυλί ήταν αλλά  όταν το άγγιξε έμεινε ακίνητο κάτω από το χέρι του,  πέρασε την παλάμη του επάνω από το στέρνο του, έπιασε τα  πλευρά του, την μαλακή κοιλιά,  το χάιδεψε στον λαιμό, στα όρθια αυτιά, μα μόνο οι σκύλοι έχουν τέτοια αυτιά συμπέρανε και  ανασηκώθηκε για να δει καλύτερα το πλάσμα που ήταν ξαπλωμένο στο κρεβάτι του. Τότε εκείνο γύρισε προς το μέρος του  και απέμεινε με την φρίκη ζωγραφισμένη στο πρόσωπο του να βλέπει μια τεράστια υγρή μουσούδα, ένα κατακόκκινο στόμα που έσταζε αίμα  με κατάλευκα  γυαλιστερά δόντια μακριά σαν στιλέτα να εξέχουν από τις άκρες των χειλιών και  να τον κοιτά κατάματα με τα μεγάλα στρογγυλά του μάτια στο χρώμα του χρυσού. Δυο χρυσά μάτια.

ΤΕΛΟΣ 2ου ΜΕΡΟΥΣ





Η ΠΟΡΤΑ

Αγαπημένοι μου φίλοι επιστρέφω για να κλείσω μια πόρτα. Σε όλους εσάς που γεμίσατε την ζωή μου με φως, με γέλιο με  συγκίνηση, ...